- δακτυλοποιητικός
- δακτῠλο-ποιητικός, ή, όν,A finger-making,
δύναμις Phlp. in GA193.11
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δύναμις Phlp. in GA193.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δακτυλοποιητικῆς — δακτυλοποιητικός finger making fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλοποιητική — δακτυλοποιητικός finger making fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλοποιητικήν — δακτυλοποιητικός finger making fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)